- αναπόδειχτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν μπορεί να αποδειχτεί: Το θεώρημα αυτό είναι αναπόδειχτο.2. αυτός που δεν αποδείχτηκε ακόμη: Η θεωρία αυτή είναι ως τώρα αναπόδειχτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.