αναπόδειχτος

αναπόδειχτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν μπορεί να αποδειχτεί: Το θεώρημα αυτό είναι αναπόδειχτο.
2. αυτός που δεν αποδείχτηκε ακόμη: Η θεωρία αυτή είναι ως τώρα αναπόδειχτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”